σκυλάδικο

σκυλάδικο
το, Ν
(ιδιωμ.) λαϊκό νυκτερινό κέντρο με μουσική κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλας + κατάλ. -άδικο (πρβλ. ρολογ-άδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Music of Greece — General topics Ancient Byzantine Néo kýma Polyphonic song Genres Entehno …   Wikipedia

  • σκυλάς — ο, θηλ. σκυλού, Ν (ιδιωμ.) 1. λαϊκός τραγουδιστής που ερμηνεύει τραγούδια κατώτερης ποιότητας σε σκυλάδικο 2. άτομο που συχνάζει σε κέντρα με μουσική κατώτερης ποιότητας, σε σκυλάδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. άς (πρβλ. ροκ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”